κύρνα

κύρνα
κύρνα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κρανία».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ερμόλυκος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Ευθοίνου, νικητής στον αγώνα παγκρατίου (5ος αι. π.Χ.). Διακρίθηκε στη μάχη της Μυκάλης το 479 π.Χ. και σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στην Κύρνα της Καρυστίας, στον πόλεμο μεταξύ Αθηναίων και Καρυστίων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”